- απροίκιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν πήρε προίκα: Άφησε την κόρη του απροίκιστη.2. αυτός που δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, πνευματικές αρετές: Μπορεί να είναι απροίκιστος, είναι όμως πολύ εργατικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.